- τσιλιβήθρα
- και τσιλιμπήθρα, η, Ν1. σουσουράδα2. μτφ. άνθρωπος μικρόσωμος και πολύ αδύνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciliz «ισχνός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιλιβήθρα — η 1. το μικρό πουλί «σεισοπυγίδα», η σουσουράδα, η τσικλαρίδα. 2. μτφ., άνθρωπος μικροκαμωμένος και αδύνατος: Αυτή την τσιλιβήθρα παντρεύτηκε αυτός ο λεβέντης; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek